- πεντηκονταμηναῖος
- πεντηκοντα-μη-ναῖος, α, ον,A happening every fifty months, Tz. H. 1.581.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντηκονταμηναίος — και πεντηκονταμηνιαῑος, α, ον, Μ αυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + αῖος* (πρβλ. τρι μηναῖος)] … Dictionary of Greek
πεντηκονταμηνιαίος — αία, ον, Μ βλ. πεντηκονταμηναίος … Dictionary of Greek